αναβιβασμός


αναβιβασμός
Προφορά

Ετυμολογία
αναβιβασμός αρχαία ελληνική ἀναβιβασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναβιβασμός

✦ ανέβασμα
✦ (γραμμ.) μετάθεση του τόνου λέξης σε προηγούμενη συλλαβή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.