αναβαθμός
Προφορά
Ετυμολογία
αναβαθμός αρχαία ελληνική ἀναβαθμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αναβαθμός
✦ σκαλοπάτι (ο όρος χρησιμοποιείται, κυρίως, για τις γύρω από τους αρχαίους ναούς ελεύθερες κλίμακες)
✦ διαβάθμιση: στο δρόμο της τέχνης ο Έλληνας μπορεί να φθάσει ως τον ύπατο αναβαθμό (Κ. Τσάτσος)
✦ (εκκλ.) είδος ψαλμών και τροπαρίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–