αναβάτρια


αναβάτρια
Προφορά

Ετυμολογία
αναβάτρια αρχαία ελληνική ἀναβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναβάτρια

✦ θηλ. αναβάτρια ο ιππέας· διεθνής όρος τζόκεϊ
✦ αρσενικό ζώο (ιδ. άλογο), εξαιρετικής υγείας και ρώμης, που χρησιμεύει για την αναπαραγωγή του είδους του

Συνώνυμα
επιβήτορας
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.