αναβάπτισμα


αναβάπτισμα
Προφορά

Ετυμολογία
αναβάπτισμα αναβαπτίζω

Ερμηνεία
αναβάπτισμα

✦ (Κ αναβάπτισις, -εως) ξαναβάφτισμα
(μτφ. ) πνευματική και ψυχική αναγέννηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.