αναβάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
αναβάλλω αρχαία ελληνική ἀναβάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναβάλλω
✦ μεταθέτω το χρόνο ενέργειας ή αποφάσεως
✦ η μτχ. ενεστ. μέσ. φωνής αναβαλλόμενος, εύχρ. στη φρ. του έψαλα τον αναβαλλόμενο, τον επέπληξα αυστηρά (η φρ. προήλθε από την αρχή ψαλμού του Δαβίδ, μεγάλης εκτάσεως)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–