αναίσχυντος


αναίσχυντος
Προφορά

Ετυμολογία
αναίσχυντος αρχαία ελληνική ἀναίσχυντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναίσχυντος -η, -ο

✦ αδιάντροπος, αναιδής

Συνώνυμα
ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος
Αντίθετα
ντροπαλός, συνεσταλμένος
Επιρρήματα
αναίσχυντα (Κ αναισχύντως):οικονομικά προνόμια που αναισχύντως παραχώρησαν κατά καιρούς οι κυβερνήσεις (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.