αναίρεση


αναίρεση
Προφορά

Ετυμολογία
αναίρεση αρχαία ελληνική ἀναίρεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναίρεση

✦ ανασκευή, ανατροπή ισχυρισμού, επιχειρήματος: η αναίρεση από τον ίδιο τον υπουργό των δηλώσεών του, έπληξε το κύρος του
✦ αθέτηση, παραβίαση
✦ απρομελέτητη ανθρωποκτονία: δικάστηκε… για ληστεία μετά φόνου κι απόπειρα αναιρέσεως (Μ. Καραγάτσης)
✦ (νομ.) ένδικο μέσο για ακύρωση δικαστικής αποφάσεως: η αναίρεση ασκείται στον Άρειο Πάγο

Συνώνυμα

Αντίθετα
επιβεβαίωση, επαλήθευση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.