αναίμακτος
Προφορά
Ετυμολογία
αναίμακτος αρχαία ελληνική ἀναίμακτος
Ερμηνεία
αναίμακτος
✦ κ. αναίμαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που έγινε χωρίς αιματοχυσία: αναίμακτη διαδήλωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αιματηρός, πολυαίμακτος
Επιρρήματα
αναίμακτα (Κ αναιμάκτως)