ανίσχυρος
Προφορά
Ετυμολογία
ανίσχυρος αρχαία ελληνική ἀνίσχυρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανίσχυρος -η, -ο
✦ ο χωρίς ισχύ, ο αδύναμος: ανίσχυρος ο ίδιος να ορίσει τη μοίρα του (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (νομ.) ο χωρίς κύρος
Συνώνυμα
αδύνατος, ασθενής, ανίκανος
Αντίθετα
ισχυρός, δυνατός, ικανός
Επιρρήματα
ανίσχυρα (Κ ανισχύρως)