ανέχεια


ανέχεια
Προφορά

Ετυμολογία
ανέχεια ἀ στερητικό + έχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανέχεια

✦ η έλλειψη των μέσων βιοπορισμού

Συνώνυμα
φτώχεια, ένδεια
Αντίθετα
ευπορία, ευμάρεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.