ανέσπερος
Προφορά
Ετυμολογία
ανέσπερος μεσαιωνική ελληνική ἀνέσπερος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανέσπερος -η, -ο
✦ ο πάντα λαμπερός, που δε δύει, δε σκοτεινιάζει ποτέ: ανέσπερο φως – ω άστρο ανέσπερο, άστρο αυγερινό, που δεν είδε η σπίθα του βασίλεμα (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
αβασίλευτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανέσπερα (Κ ανεσπέρως)