ανέραστος


ανέραστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανέραστος μεταγενέστερη ελληνική ἀνέραστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανέραστος -η, -ο

✦ ο χωρίς έρωτα, που δεν αισθάνεται ή δεν εμπνέει έρωτα: πέρασε τα νιάτα της ανέραστη

Συνώνυμα
ανερώτευτος
Αντίθετα
εράσμιος, αξιέραστος
Επιρρήματα
ανέραστα (Κ ανεράστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.