ανέλπιστος


ανέλπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανέλπιστος αρχαία ελληνική ἀνέλπιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανέλπιστος -η, -ο

✦ που συμβαίνει χωρίς να το ελπίζει κανείς, αναπάντεχος, απροσδόκητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανέλπιστα (Κ ανελπίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.