ανέκφραστος
Προφορά
Ετυμολογία
ανέκφραστος μεταγενέστερη ελληνική ἀνέκφραστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανέκφραστος -η, -ο
✦ που δεν εκφράστηκε, που δεν μπορεί να τον εκφράσει κανείς: ανέκφραστη χαρά
✦ ο χωρίς έκφραση, άτονος: ανέκφραστη φυσιογνωμία
Συνώνυμα
ανείπωτος
Αντίθετα
εκφραστικός
Επιρρήματα
ανέκφραστα (Κ ανεκφράστως)