ανέγγιχτος


ανέγγιχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανέγγιχτος ἀ στερητικό + εγγίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανέγγιχτος -η, -ο

✦ που δεν αγγίχτηκε ή δεν αγγίζεται: κάτι σα φάντασμα θολό και ανέγγιχτο (Λ. Πορφύρας)
✦ αγνός, απείραχτος

Συνώνυμα
άγγιχτος, άθικτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ανέγγιχτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.