ανέβα


ανέβα
Προφορά

Ετυμολογία
ανέβα μεσαιωνική ελληνική └ουσ┘ ἀνάβα, προστακτ. αορ. του ρήματος ἀναβαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ανέβα

✦ το ανέβασμα (βλ. λ.) : αυτό το ανέβα κατέβα στα υπουργεία μ’ έχει κουράσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.