ανάχωση


ανάχωση
Προφορά

Ετυμολογία
ανάχωση αρχαία ελληνική ἀνάχωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανάχωση

✦ η ανύψωση προχώματος ή όχθης, ανάχωμα
✦ η κάλυψη λάκκων, αυλακιών κτλ. με χώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.