ανάτριχος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάτριχος μεσαιωνική ελληνική ἀνάτριχος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανάτριχος -η, -ο
✦ αυτός που έχει ανατριχιάσει
✦ αυτός που προκαλεί ανατριχίλα
✦ (μτφ. ) αντίστροφα, ανάποδα: πήρα ανάτριχα την πλαγιά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανάτριχα, αντίθετα προς τη φυσική φθορά των τριχών