ανάστα


ανάστα
Προφορά

Ετυμολογία
ανάστα από την εκκλ. └φρ┘ἀνάστα ὁ Θεός κρίνων τήν γῆν

Ερμηνεία
ανάστα

✦ ως επίρρ. άνω κάτω, αναστάτωση
✦ (ως ουσ.) αναταραχή
✦ φρ. έγινε ανάστα ο Κύριος, επήλθε σύγχυση, αναστάτωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.