ανάκλαση
Προφορά
Ετυμολογία
ανάκλαση αρχαία ελληνική ἀνάκλασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανάκλαση
✦ αναστροφή, αναδρομή
✦ αυτόματη αντίδραση του οργανισμού σε εξωτερικό ερέθισμα
✦ (φυσ.) η αλλαγή διευθύνσεως των φωτεινών ακτίνων ή ηχητικών κυμάτων όταν πέφτουν σε λεία επιφάνεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–