ανάγωγος
Προφορά
Ετυμολογία
ανάγωγος αρχαία ελληνική ἀνάγωγος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανάγωγος -η, -ο
✦ κακοαναθρεμμένος, κακομαθημένος
✦ (μαθηματ.) που δεν επιδέχεται απλοποίηση: ανάγωγο κλάσμα
Συνώνυμα
αγενής, άξεστος, αγροίκος
Αντίθετα
ευγενής, ευγενικός, καλοαναθρεμμένος
Επιρρήματα
ανάγωγα (Κ αναγώγως)