ανάγω
Προφορά
Ετυμολογία
ανάγω αρχαία ελληνική ἀνάγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανάγω
✦ σηκώνω, ανυψώνω
✦ (μτφ. ) μεταφέρω σε υψηλότερο επίπεδο, καθιστώ
✦ αναφέρω την αρχή ή την αιτία γεγονότος ή πράγματος
✦ μετατρέπω ένα ποσό σε άλλο απλούστερο, ισοδύναμο
✦ ανάγομαι, αποπλέω
✦ ανήκω χρονικά: η έχθρα των δύο αντρών ανάγεται στα χρόνια του εμφυλίου
Συνώνυμα
ξανοίγομαι, σαλπάρω
Αντίθετα
κατάγομαι, καταπλέω, αράζω
Επιρρήματα
–