ανάβλημα
Προφορά
Ετυμολογία
ανάβλημα αναβάλλω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανάβλημα
✦ το εκτοξευόμενο από κάτω προς τα πάνω βλήμα
✦ ηφαιστειακά αναβλήματα, κομμάτια πυρακτωμένης λάβας που εκσφενδονίζονται κατά την έκρηξη ηφαιστείου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–