ανά
Προφορά
Ετυμολογία
ανά αρχαία ελληνική ἀνά
Ερμηνεία
ανά
✦ πρόθ. συντάσσεται με αιτιατική και σημαίνει χρονική διάρκεια (ανά δέκα ημέρες), ή διανομή (παρατάχθηκαν ανά τρεις). Συνηθέστερη η χρήση της σε σύνθεση, όπου δηλώνει: το επάνω (ανασηκώνομαι), το πίσω (αναχωρώ – αναχώρηση), επανάληψη (αναβιώνω), επίταση (αναφωνώ), έκταση (αναδιπλώνομαι), μεταβολή (ανατρέπω)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–