αμύρωτος


αμύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμύρωτος ἀ στερητικό + μυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμύρωτος -η, -ο

✦ που δεν αλείφτηκε με άγιο μύρο, ο αβάφτιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα
μυρωμένος, βαφτισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.