αμύριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αμύριστος αρχαία ελληνική ἀμύριστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμύριστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν αναδίνει οσμή, δεν μυρίζει: αμύριστα τριαντάφυλλα
✦ αυτός που δεν τον έχει μυρίσει κανείς
✦ φρ. λουλούδι αμύριστο, για παρθένα· κ. ειρων. για κάποιον που ενεργεί κακόβουλα ενώ υποκρίνεται αθωότητα
✦ που δεν έχει αρωματισθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αμύριστα