αμόλυντος


αμόλυντος
Προφορά

Ετυμολογία
αμόλυντος μεταγενέστερη ελληνική ἀμόλυντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμόλυντος -η, -ο

✦ που δεν έχει μολυνθεί
(μτφ. ) που διατήρησε την ηθική του υπόσταση

Συνώνυμα
καθαρός, αγνός
Αντίθετα
μολυσμένος, βρόμικος
Επιρρήματα
αμόλυντα (Κ αμολύντως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.