αμφορέας


αμφορέας
Προφορά

Ετυμολογία
αμφορέας αρχαία ελληνική ἀμφορεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αμφορέας

✦ αγγείο πήλινο, με λαιμό και δύο λαβές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.