αμφιθυμία
Προφορά
Ετυμολογία
αμφιθυμία αμφίθυμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αμφιθυμία
✦ κατάσταση αβεβαιότητας κατά την οποία κάποιος αδυνατεί να κάνει μια επιλογή ή επιθυμεί να πει ή να κάνει ταυτόχρονα δύο αντίθετα πράγματα
✦ (ψυχολ.) συνύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων (π.χ. αγάπης – μίσους) για πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–