αμφίρροπος
Προφορά
Ετυμολογία
αμφίρροπος μεταγενέστερη ελληνική ἀμφίρροπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμφίρροπος -η, -ο
✦ αμφίβολος, αβέβαιος: αμφίρροπη μάχη
✦ ο ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δύο αντίθετες γνώμες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αμφίρροπα (Κ αμφιρρόπως)