αμυσταγώγητος
Προφορά
Ετυμολογία
αμυσταγώγητος μεσαιωνική ελληνική ἀμυσταγώγητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμυσταγώγητος -η, -ο
✦ ο αμύητος στα μυστήρια της εκκλησίας
✦ αυτός που δεν έχει χαρακτήρα μυσταγωγίας: τυπική και αμυσταγώγητη τέλεση (της πρωινής προσευχής) (Νέα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–