αμυδρός


αμυδρός
Προφορά

Ετυμολογία
αμυδρός αρχαία ελληνική ἀμυδρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμυδρός -ή, -ό

✦ όχι ευδιάκριτος, ο άτονος, που μόλις φαίνεται: ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό αρμόζει πιο καλά (Κ. Καβάφης)
✦ ασαφής, συγκεχυμένος: έχει την αμυδρή αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι οικείο (Ν. Χουρμουζιάδης)

Συνώνυμα
θαμπός, δυσδιάκριτος, ασαφής
Αντίθετα
φωτεινός, ξεκάθαρος
Επιρρήματα
αμυδρά, μόλις:τον θυμούμαι αμυδρά (Κ αμυδρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.