αμυγδαλωτός
Προφορά
Ετυμολογία
αμυγδαλωτός αμύγδαλο
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αμυγδαλωτός -ή, -ό
✦ ο κατασκευασμένος από αμύγδαλα
✦ που έχει σχήμα αμύγδαλου: μάτια αμυγδαλωτά
✦ το ουδ. αμυγδαλωτό ως ουσ., είδος γλυκίσματος με αμύγδαλο ή αμυγδαλόψιχα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–