αμυγδαλιά
Προφορά
Ετυμολογία
αμυγδαλιά αρχαία ελληνική ἀμυγδαλέα -ῆ
Ερμηνεία
αμυγδαλιά
✦ (Κ αμυγδαλέα κ. -λή) φυλλοβόλο δέντρο, καρποφόρο της τάξης των ροδανθών: λίγο ακόμα, θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–