αμπούλα


αμπούλα
Προφορά

Ετυμολογία
αμπούλα └γαλλ┘ ampoule

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αμπούλα

✦ γυάλινο φιαλίδιο με φαρμακευτική ουσία για ενέσεις
✦ (γεν.) φιαλίδιο που περιέχει υγρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.