αμποδένω


αμποδένω
Προφορά

Ετυμολογία
αμποδένω συμφυρ. εμποδίζω + δένω

Ερμηνεία
ρήμα αμποδένω

✦ κάνω μάγια, μαγεύω, και καθιστώ έναν άνδρα ανίκανο για συνουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.