αμπαρώνω


αμπαρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αμπαρώνω αμπάρα + κατάλ. -ώνω

Ερμηνεία
ρήμα αμπαρώνω

✦ κλείνω την πόρτα με την αμπάρα
✦ αμπαρώνομαι, κλείνομαι σε χώρο που μου παρέχει ασφάλεια

Συνώνυμα
μανταλώνω, σφαλίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.