αμπάρι
Προφορά
Ετυμολογία
αμπάρι └τουρκ┘ambar
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αμπάρι
✦ αποθήκη για σιτηρά: ο λαός τα βάζει με τους αρχόντους πο ‘χουνε τ’ αμπάρια τους γεμάτα (Κ. Βάρναλης)
✦ το κύτος του πλοίου: στη φουρτούνα, τρύπωνα σε μια γωνιά στ’ αμπάρι (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–