αμούσκευτος


αμούσκευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμούσκευτος ἀ στερητικό + μουσκεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμούσκευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν μουσκεύτηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.