αμοραλίστρια


αμοραλίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
αμοραλίστρια └γαλλ┘ amoral

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αμοραλίστρια

✦ θηλ. αμοραλίστρια ο οπαδός του αμοραλισμού, ο ηθικά ουδέτερος, ο αδιάφορος για τους κανόνες της ηθικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.