αμονογράφητος


αμονογράφητος
Προφορά

Ετυμολογία
αμονογράφητος ἀ στερητικό + μονογραφώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμονογράφητος -η, -ο

✦ που δεν φέρει μονογραφή αυτού που το συνέταξε ή ήλεγξε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.