αμηνόρροια


αμηνόρροια
Προφορά

Ετυμολογία
αμηνόρροια ἀ στερητικό + μην + ρέω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αμηνόρροια

✦ έλλειψη ή διακοπή της εμμήνου ροής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.