αμετροεπής


αμετροεπής
Προφορά

Ετυμολογία
αμετροεπής αρχαία ελληνική ἀμετροεπής

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμετροεπής -ής, -ές

✦ αυτός που δεν έχει μέτρο στα λόγια του

Συνώνυμα
λάλος, φλύαρος, πολυλογάς
Αντίθετα
λιγόλογος, μετρημένος
Επιρρήματα
αμετροεπώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.