αμεταμόρφωτος


αμεταμόρφωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμεταμόρφωτος ἀ στερητικό + μεταμορφώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμεταμόρφωτος -η, -ο

✦ που δε μεταμορφώθηκε ή δεν επιδέχεται μεταμόρφωση

Συνώνυμα
αναλλοίωτος, αμετάβλητος
Αντίθετα
μεταμορφωμένος, μεταμορφώσιμος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.