αμεταγλώττιστος


αμεταγλώττιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αμεταγλώττιστος ἀ στερητικό + μεταγλωττίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμεταγλώττιστος -η, -ο

✦ που δεν έχει μεταγλωττιστεί ή δεν επιδέχεται μεταγλώττιση, μεταφορά σε άλλη γλώσσα

Συνώνυμα
αμετάφραστος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.