αμετάγραπτος


αμετάγραπτος
Προφορά

Ετυμολογία
αμετάγραπτος ἀ στερητικό + μεταγράφω

Ερμηνεία
αμετάγραπτος

✦ κ. -φος, -η, -ο επίθ. (Κ -πτος, -ος, -ον) (για τίτλο κυριότητας ακινήτου) ο μη καταχωρισμένος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.