αμεσεγγύητος


αμεσεγγύητος
Προφορά

Ετυμολογία
αμεσεγγύητος ἀ στερητικό + μεσεγγυώμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αμεσεγγύητος -η, -ο

✦ αυτός για τον οποίο δεν δόθηκε μεσεγγύηση (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αμεσεγγυήτως, χωρίς μεσεγγύηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.