αμεριμνησία


αμεριμνησία
Προφορά

Ετυμολογία
αμεριμνησία ἀ στερητικό + μεριμνώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αμεριμνησία

✦ η ιδιότητα ή η κατάσταση του αμέριμνου, ξενοιασιά, αφροντισιά: τα παιδιά έπαιζαν μες στην αμεριμνησία της απελπισμένης φτώχειας (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.