αμειψισπορά


αμειψισπορά
Προφορά

Ετυμολογία
αμειψισπορά αμείβω + σπορά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αμειψισπορά

✦ η εναλλαγή καλλιέργειας στο ίδιο έδαφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.