αμείβω


αμείβω
Προφορά

Ετυμολογία
αμείβω αρχαία ελληνική ἀμείβω

Ερμηνεία
ρήμα αμείβω

✦ δίνω αμοιβή, πληρώνω τον κόπο κάποιου, ανταμείβω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.